χρωστήρ

χρωστήρ
χρωστήρ, ῆρος, ,
A that which colours or dyes: χ. μόλυβος a lead-pencil, AP6.68 (Jul.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρωστήρ — that which colours masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωστῆρι — χρωστήρ that which colours masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωστήρας — ο / χρωστήρ, ῆρος, ΝΜΑ νεοελλ. εργαλείο για βάψιμο, κν. πινέλο, βούρτσα μσν. αρχ. ως επίθ. αυτός που μπορεί να χρωματίσει («χρωστὴρ μόλυβος» το κοντύλι, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρωσ τού ρ. χρώννυμι* (πρβλ. παθ. παρακμ. κέ χρωσ μαι) + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”